- ποιμαντορικός
- -ή, -ό / ποιμαντορικός, -ή, -όν, ΝΜ [ποιμαντορία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποιμαντορία ή στον πνευματικό ποιμένα («ποιμαντορική ράβδος»)2. φρ. «ποιμαντορικές επιστολές»εκκλ. οι επιστολές τού αποστόλου Παύλου προς τον Τιμόθεο Α' και Β' και προς τον Τίτο, με τις οποίες δίνονται από τον Παύλο αξιόλογες συμβουλές προς τους παραλήπτες μαθητές του για το ποιμαντορικό τους έργονεοελλ.μτφ. καθοδηγητικόςμσν.το θηλ. ως ουσ. ἡ ποιμαντορικήη πνευματική καθοδήγηση τών πιστών η ποιμαντορία.επίρρ...ποιμαντορικώς Νμε ποιμαντορικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.